αρωματικός • (aromatikós) m (feminine αρωματική, neuter αρωματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρωματικός (aromatikós) | αρωματική (aromatikí) | αρωματικό (aromatikó) | αρωματικοί (aromatikoí) | αρωματικές (aromatikés) | αρωματικά (aromatiká) | |
genitive | αρωματικού (aromatikoú) | αρωματικής (aromatikís) | αρωματικού (aromatikoú) | αρωματικών (aromatikón) | αρωματικών (aromatikón) | αρωματικών (aromatikón) | |
accusative | αρωματικό (aromatikó) | αρωματική (aromatikí) | αρωματικό (aromatikó) | αρωματικούς (aromatikoús) | αρωματικές (aromatikés) | αρωματικά (aromatiká) | |
vocative | αρωματικέ (aromatiké) | αρωματική (aromatikí) | αρωματικό (aromatikó) | αρωματικοί (aromatikoí) | αρωματικές (aromatikés) | αρωματικά (aromatiká) |