αρώτητος • (arótitos) m (feminine αρώτητη, neuter αρώτητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρώτητος (arótitos) | αρώτητη (arótiti) | αρώτητο (arótito) | αρώτητοι (arótitoi) | αρώτητες (arótites) | αρώτητα (arótita) | |
genitive | αρώτητου (arótitou) | αρώτητης (arótitis) | αρώτητου (arótitou) | αρώτητων (arótiton) | αρώτητων (arótiton) | αρώτητων (arótiton) | |
accusative | αρώτητο (arótito) | αρώτητη (arótiti) | αρώτητο (arótito) | αρώτητους (arótitous) | αρώτητες (arótites) | αρώτητα (arótita) | |
vocative | αρώτητε (arótite) | αρώτητη (arótiti) | αρώτητο (arótito) | αρώτητοι (arótitoi) | αρώτητες (arótites) | αρώτητα (arótita) |