ασατίριστος • (asatíristos) m (feminine ασατίριστη, neuter ασατίριστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασατίριστος • | ασατίριστη • | ασατίριστο • | ασατίριστοι • | ασατίριστες • | ασατίριστα • |
genitive | ασατίριστου • | ασατίριστης • | ασατίριστου • | ασατίριστων • | ασατίριστων • | ασατίριστων • |
accusative | ασατίριστο • | ασατίριστη • | ασατίριστο • | ασατίριστους • | ασατίριστες • | ασατίριστα • |
vocative | ασατίριστε • | ασατίριστη • | ασατίριστο • | ασατίριστοι • | ασατίριστες • | ασατίριστα • |