ασβεστοποίηση • (asvestopoíisi) f (usually uncountable, plural ασβεστοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασβεστοποίηση (asvestopoíisi) | ασβεστοποιήσεις (asvestopoiíseis) |
genitive | ασβεστοποίησης (asvestopoíisis) | ασβεστοποιήσεων (asvestopoiíseon) |
accusative | ασβεστοποίηση (asvestopoíisi) | ασβεστοποιήσεις (asvestopoiíseis) |
vocative | ασβεστοποίηση (asvestopoíisi) | ασβεστοποιήσεις (asvestopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: ασβεστοποιήσεως (asvestopoiíseos)