ασελιδοποίητος • (aselidopoíitos) m (feminine ασελιδοποίητη, neuter ασελιδοποίητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασελιδοποίητοος (aselidopoíitoos) | ασελιδοποίητοη (aselidopoíitoï) | ασελιδοποίητοο (aselidopoíitoo) | ασελιδοποίητοοι (aselidopoíitooi) | ασελιδοποίητοες (aselidopoíitoes) | ασελιδοποίητοα (aselidopoíitoa) | |
genitive | ασελιδοποίητοου (aselidopoíitoou) | ασελιδοποίητοης (aselidopoíitoïs) | ασελιδοποίητοου (aselidopoíitoou) | ασελιδοποίητοων (aselidopoíitoon) | ασελιδοποίητοων (aselidopoíitoon) | ασελιδοποίητοων (aselidopoíitoon) | |
accusative | ασελιδοποίητοο (aselidopoíitoo) | ασελιδοποίητοη (aselidopoíitoï) | ασελιδοποίητοο (aselidopoíitoo) | ασελιδοποίητοους (aselidopoíitoous) | ασελιδοποίητοες (aselidopoíitoes) | ασελιδοποίητοα (aselidopoíitoa) | |
vocative | ασελιδοποίητοε (aselidopoíitoe) | ασελιδοποίητοη (aselidopoíitoï) | ασελιδοποίητοο (aselidopoíitoo) | ασελιδοποίητοοι (aselidopoíitooi) | ασελιδοποίητοες (aselidopoíitoes) | ασελιδοποίητοα (aselidopoíitoa) |