ασηπτικός • (asiptikós) m (feminine ασηπτική, neuter ασηπτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασηπτικός • | ασηπτική • | ασηπτικό • | ασηπτικοί • | ασηπτικές • | ασηπτικά • |
genitive | ασηπτικού • | ασηπτικής • | ασηπτικού • | ασηπτικών • | ασηπτικών • | ασηπτικών • |
accusative | ασηπτικό • | ασηπτική • | ασηπτικό • | ασηπτικούς • | ασηπτικές • | ασηπτικά • |
vocative | ασηπτικέ • | ασηπτική • | ασηπτικό • | ασηπτικοί • | ασηπτικές • | ασηπτικά • |