ασιατικός • (asiatikós) m (feminine ασιατική, neuter ασιατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασιατικός (asiatikós) | ασιατική (asiatikí) | ασιατικό (asiatikó) | ασιατικοί (asiatikoí) | ασιατικές (asiatikés) | ασιατικά (asiatiká) | |
genitive | ασιατικού (asiatikoú) | ασιατικής (asiatikís) | ασιατικού (asiatikoú) | ασιατικών (asiatikón) | ασιατικών (asiatikón) | ασιατικών (asiatikón) | |
accusative | ασιατικό (asiatikó) | ασιατική (asiatikí) | ασιατικό (asiatikó) | ασιατικούς (asiatikoús) | ασιατικές (asiatikés) | ασιατικά (asiatiká) | |
vocative | ασιατικέ (asiatiké) | ασιατική (asiatikí) | ασιατικό (asiatikó) | ασιατικοί (asiatikoí) | ασιατικές (asiatikés) | ασιατικά (asiatiká) |