ασκητικός • (askitikós) m (feminine ασκητική, neuter ασκητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασκητικός • | ασκητική • | ασκητικό • | ασκητικοί • | ασκητικές • | ασκητικά • |
genitive | ασκητικού • | ασκητικής • | ασκητικού • | ασκητικών • | ασκητικών • | ασκητικών • |
accusative | ασκητικό • | ασκητική • | ασκητικό • | ασκητικούς • | ασκητικές • | ασκητικά • |
vocative | ασκητικέ • | ασκητική • | ασκητικό • | ασκητικοί • | ασκητικές • | ασκητικά • |