ασμάλτωτος • (asmáltotos) m (feminine ασμάλτωτη, neuter ασμάλτωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασμάλτωτος (asmáltotos) | ασμάλτωτη (asmáltoti) | ασμάλτωτο (asmáltoto) | ασμάλτωτοι (asmáltotoi) | ασμάλτωτες (asmáltotes) | ασμάλτωτα (asmáltota) | |
genitive | ασμάλτωτου (asmáltotou) | ασμάλτωτης (asmáltotis) | ασμάλτωτου (asmáltotou) | ασμάλτωτων (asmáltoton) | ασμάλτωτων (asmáltoton) | ασμάλτωτων (asmáltoton) | |
accusative | ασμάλτωτο (asmáltoto) | ασμάλτωτη (asmáltoti) | ασμάλτωτο (asmáltoto) | ασμάλτωτους (asmáltotous) | ασμάλτωτες (asmáltotes) | ασμάλτωτα (asmáltota) | |
vocative | ασμάλτωτε (asmáltote) | ασμάλτωτη (asmáltoti) | ασμάλτωτο (asmáltoto) | ασμάλτωτοι (asmáltotoi) | ασμάλτωτες (asmáltotes) | ασμάλτωτα (asmáltota) |