ασπριδερός • (aspriderós) m (feminine ασπριδερή, neuter ασπριδερό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασπριδερός (aspriderós) | ασπριδερή (aspriderí) | ασπριδερό (asprideró) | ασπριδεροί (asprideroí) | ασπριδερές (aspriderés) | ασπριδερά (aspriderá) | |
genitive | ασπριδερού (asprideroú) | ασπριδερής (aspriderís) | ασπριδερού (asprideroú) | ασπριδερών (aspriderón) | ασπριδερών (aspriderón) | ασπριδερών (aspriderón) | |
accusative | ασπριδερό (asprideró) | ασπριδερή (aspriderí) | ασπριδερό (asprideró) | ασπριδερούς (asprideroús) | ασπριδερές (aspriderés) | ασπριδερά (aspriderá) | |
vocative | ασπριδερέ (asprideré) | ασπριδερή (aspriderí) | ασπριδερό (asprideró) | ασπριδεροί (asprideroí) | ασπριδερές (aspriderés) | ασπριδερά (aspriderá) |