ασταμάτητος • (astamátitos) m (feminine ασταμάτητη, neuter ασταμάτητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασταμάτητος • | ασταμάτητη • | ασταμάτητο • | ασταμάτητοι • | ασταμάτητες • | ασταμάτητα • |
genitive | ασταμάτητου • | ασταμάτητης • | ασταμάτητου • | ασταμάτητων • | ασταμάτητων • | ασταμάτητων • |
accusative | ασταμάτητο • | ασταμάτητη • | ασταμάτητο • | ασταμάτητους • | ασταμάτητες • | ασταμάτητα • |
vocative | ασταμάτητε • | ασταμάτητη • | ασταμάτητο • | ασταμάτητοι • | ασταμάτητες • | ασταμάτητα • |