αστεφάνωτος • (astefánotos) m (feminine αστεφάνωτη, neuter αστεφάνωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστεφάνωτος (astefánotos) | αστεφάνωτη (astefánoti) | αστεφάνωτο (astefánoto) | αστεφάνωτοι (astefánotoi) | αστεφάνωτες (astefánotes) | αστεφάνωτα (astefánota) | |
genitive | αστεφάνωτου (astefánotou) | αστεφάνωτης (astefánotis) | αστεφάνωτου (astefánotou) | αστεφάνωτων (astefánoton) | αστεφάνωτων (astefánoton) | αστεφάνωτων (astefánoton) | |
accusative | αστεφάνωτο (astefánoto) | αστεφάνωτη (astefánoti) | αστεφάνωτο (astefánoto) | αστεφάνωτους (astefánotous) | αστεφάνωτες (astefánotes) | αστεφάνωτα (astefánota) | |
vocative | αστεφάνωτε (astefánote) | αστεφάνωτη (astefánoti) | αστεφάνωτο (astefánoto) | αστεφάνωτοι (astefánotoi) | αστεφάνωτες (astefánotes) | αστεφάνωτα (astefánota) |