αστηλίτευτος • (astilíteftos) m (feminine αστηλίτευτη, neuter αστηλίτευτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστηλίτευτος (astilíteftos) | αστηλίτευτη (astilítefti) | αστηλίτευτο (astilítefto) | αστηλίτευτοι (astilíteftoi) | αστηλίτευτες (astilíteftes) | αστηλίτευτα (astilítefta) | |
genitive | αστηλίτευτου (astilíteftou) | αστηλίτευτης (astilíteftis) | αστηλίτευτου (astilíteftou) | αστηλίτευτων (astilítefton) | αστηλίτευτων (astilítefton) | αστηλίτευτων (astilítefton) | |
accusative | αστηλίτευτο (astilítefto) | αστηλίτευτη (astilítefti) | αστηλίτευτο (astilítefto) | αστηλίτευτους (astilíteftous) | αστηλίτευτες (astilíteftes) | αστηλίτευτα (astilítefta) | |
vocative | αστηλίτευτε (astilítefte) | αστηλίτευτη (astilítefti) | αστηλίτευτο (astilítefto) | αστηλίτευτοι (astilíteftoi) | αστηλίτευτες (astilíteftes) | αστηλίτευτα (astilítefta) |