αστιγμάτιστος • (astigmátistos) m (feminine αστιγμάτιστη, neuter αστιγμάτιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστιγμάτιστος (astigmátistos) | αστιγμάτιστη (astigmátisti) | αστιγμάτιστο (astigmátisto) | αστιγμάτιστοι (astigmátistoi) | αστιγμάτιστες (astigmátistes) | αστιγμάτιστα (astigmátista) | |
genitive | αστιγμάτιστου (astigmátistou) | αστιγμάτιστης (astigmátistis) | αστιγμάτιστου (astigmátistou) | αστιγμάτιστων (astigmátiston) | αστιγμάτιστων (astigmátiston) | αστιγμάτιστων (astigmátiston) | |
accusative | αστιγμάτιστο (astigmátisto) | αστιγμάτιστη (astigmátisti) | αστιγμάτιστο (astigmátisto) | αστιγμάτιστους (astigmátistous) | αστιγμάτιστες (astigmátistes) | αστιγμάτιστα (astigmátista) | |
vocative | αστιγμάτιστε (astigmátiste) | αστιγμάτιστη (astigmátisti) | αστιγμάτιστο (astigmátisto) | αστιγμάτιστοι (astigmátistoi) | αστιγμάτιστες (astigmátistes) | αστιγμάτιστα (astigmátista) |