αστρολογικός • (astrologikós) m (feminine αστρολογική, neuter αστρολογικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστρολογικός (astrologikós) | αστρολογική (astrologikí) | αστρολογικό (astrologikó) | αστρολογικοί (astrologikoí) | αστρολογικές (astrologikés) | αστρολογικά (astrologiká) | |
genitive | αστρολογικού (astrologikoú) | αστρολογικής (astrologikís) | αστρολογικού (astrologikoú) | αστρολογικών (astrologikón) | αστρολογικών (astrologikón) | αστρολογικών (astrologikón) | |
accusative | αστρολογικό (astrologikó) | αστρολογική (astrologikí) | αστρολογικό (astrologikó) | αστρολογικούς (astrologikoús) | αστρολογικές (astrologikés) | αστρολογικά (astrologiká) | |
vocative | αστρολογικέ (astrologiké) | αστρολογική (astrologikí) | αστρολογικό (astrologikó) | αστρολογικοί (astrologikoí) | αστρολογικές (astrologikés) | αστρολογικά (astrologiká) |