αστροφυσικός • (astrofysikós) m (feminine αστροφυσική, neuter αστροφυσικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστροφυσικός (astrofysikós) | αστροφυσική (astrofysikí) | αστροφυσικό (astrofysikó) | αστροφυσικοί (astrofysikoí) | αστροφυσικές (astrofysikés) | αστροφυσικά (astrofysiká) | |
genitive | αστροφυσικού (astrofysikoú) | αστροφυσικής (astrofysikís) | αστροφυσικού (astrofysikoú) | αστροφυσικών (astrofysikón) | αστροφυσικών (astrofysikón) | αστροφυσικών (astrofysikón) | |
accusative | αστροφυσικό (astrofysikó) | αστροφυσική (astrofysikí) | αστροφυσικό (astrofysikó) | αστροφυσικούς (astrofysikoús) | αστροφυσικές (astrofysikés) | αστροφυσικά (astrofysiká) | |
vocative | αστροφυσικέ (astrofysiké) | αστροφυσική (astrofysikí) | αστροφυσικό (astrofysikó) | αστροφυσικοί (astrofysikoí) | αστροφυσικές (astrofysikés) | αστροφυσικά (astrofysiká) |
αστροφυσικός • (astrofysikós) m or f (plural αστροφυσικοί)
see Adjective above