αστυκτηνιατρικός • (astyktiniatrikós) m (feminine αστυκτηνιατρική, neuter αστυκτηνιατρικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστυκτηνιατρικός (astyktiniatrikós) | αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) | αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) | αστυκτηνιατρικοί (astyktiniatrikoí) | αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) | αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká) | |
genitive | αστυκτηνιατρικού (astyktiniatrikoú) | αστυκτηνιατρικής (astyktiniatrikís) | αστυκτηνιατρικού (astyktiniatrikoú) | αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) | αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) | αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) | |
accusative | αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) | αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) | αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) | αστυκτηνιατρικούς (astyktiniatrikoús) | αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) | αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká) | |
vocative | αστυκτηνιατρικέ (astyktiniatriké) | αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) | αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) | αστυκτηνιατρικοί (astyktiniatrikoí) | αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) | αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká) |