αστυνομικοκρατούμενος • (astynomikokratoúmenos) m (feminine αστυνομικοκρατούμενη, neuter αστυνομικοκρατούμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστυνομικοκρατούμενος (astynomikokratoúmenos) | αστυνομικοκρατούμενη (astynomikokratoúmeni) | αστυνομικοκρατούμενο (astynomikokratoúmeno) | αστυνομικοκρατούμενοι (astynomikokratoúmenoi) | αστυνομικοκρατούμενες (astynomikokratoúmenes) | αστυνομικοκρατούμενα (astynomikokratoúmena) | |
genitive | αστυνομικοκρατούμενου (astynomikokratoúmenou) | αστυνομικοκρατούμενης (astynomikokratoúmenis) | αστυνομικοκρατούμενου (astynomikokratoúmenou) | αστυνομικοκρατούμενων (astynomikokratoúmenon) | αστυνομικοκρατούμενων (astynomikokratoúmenon) | αστυνομικοκρατούμενων (astynomikokratoúmenon) | |
accusative | αστυνομικοκρατούμενο (astynomikokratoúmeno) | αστυνομικοκρατούμενη (astynomikokratoúmeni) | αστυνομικοκρατούμενο (astynomikokratoúmeno) | αστυνομικοκρατούμενους (astynomikokratoúmenous) | αστυνομικοκρατούμενες (astynomikokratoúmenes) | αστυνομικοκρατούμενα (astynomikokratoúmena) | |
vocative | αστυνομικοκρατούμενε (astynomikokratoúmene) | αστυνομικοκρατούμενη (astynomikokratoúmeni) | αστυνομικοκρατούμενο (astynomikokratoúmeno) | αστυνομικοκρατούμενοι (astynomikokratoúmenoi) | αστυνομικοκρατούμενες (astynomikokratoúmenes) | αστυνομικοκρατούμενα (astynomikokratoúmena) |