ασυγκίνητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ασυγκίνητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ασυγκίνητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ασυγκίνητος in singular and plural. Everything you need to know about the word ασυγκίνητος you have here. The definition of the word ασυγκίνητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofασυγκίνητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ασυγκίνητος (asygkínitosm (feminine ασυγκίνητη, neuter ασυγκίνητο)

  1. unmoved, apathetic, emotionless

Declension

Declension of ασυγκίνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυγκίνητος (asygkínitos) ασυγκίνητη (asygkíniti) ασυγκίνητο (asygkínito) ασυγκίνητοι (asygkínitoi) ασυγκίνητες (asygkínites) ασυγκίνητα (asygkínita)
genitive ασυγκίνητου (asygkínitou) ασυγκίνητης (asygkínitis) ασυγκίνητου (asygkínitou) ασυγκίνητων (asygkíniton) ασυγκίνητων (asygkíniton) ασυγκίνητων (asygkíniton)
accusative ασυγκίνητο (asygkínito) ασυγκίνητη (asygkíniti) ασυγκίνητο (asygkínito) ασυγκίνητους (asygkínitous) ασυγκίνητες (asygkínites) ασυγκίνητα (asygkínita)
vocative ασυγκίνητε (asygkínite) ασυγκίνητη (asygkíniti) ασυγκίνητο (asygkínito) ασυγκίνητοι (asygkínitoi) ασυγκίνητες (asygkínites) ασυγκίνητα (asygkínita)

Further reading