ασυγκράτητος • (asygkrátitos) m (feminine ασυγκράτητη, neuter ασυγκράτητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασυγκράτητος (asygkrátitos) | ασυγκράτητη (asygkrátiti) | ασυγκράτητο (asygkrátito) | ασυγκράτητοι (asygkrátitoi) | ασυγκράτητες (asygkrátites) | ασυγκράτητα (asygkrátita) | |
genitive | ασυγκράτητου (asygkrátitou) | ασυγκράτητης (asygkrátitis) | ασυγκράτητου (asygkrátitou) | ασυγκράτητων (asygkrátiton) | ασυγκράτητων (asygkrátiton) | ασυγκράτητων (asygkrátiton) | |
accusative | ασυγκράτητο (asygkrátito) | ασυγκράτητη (asygkrátiti) | ασυγκράτητο (asygkrátito) | ασυγκράτητους (asygkrátitous) | ασυγκράτητες (asygkrátites) | ασυγκράτητα (asygkrátita) | |
vocative | ασυγκράτητε (asygkrátite) | ασυγκράτητη (asygkrátiti) | ασυγκράτητο (asygkrátito) | ασυγκράτητοι (asygkrátitoi) | ασυγκράτητες (asygkrátites) | ασυγκράτητα (asygkrátita) |