ασυγκράτητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ασυγκράτητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ασυγκράτητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ασυγκράτητος in singular and plural. Everything you need to know about the word ασυγκράτητος you have here. The definition of the word ασυγκράτητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofασυγκράτητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ασυγκράτητος (asygkrátitosm (feminine ασυγκράτητη, neuter ασυγκράτητο)

  1. unrestrained, uncontrollable, unchecked, rampant

Declension

Declension of ασυγκράτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυγκράτητος (asygkrátitos) ασυγκράτητη (asygkrátiti) ασυγκράτητο (asygkrátito) ασυγκράτητοι (asygkrátitoi) ασυγκράτητες (asygkrátites) ασυγκράτητα (asygkrátita)
genitive ασυγκράτητου (asygkrátitou) ασυγκράτητης (asygkrátitis) ασυγκράτητου (asygkrátitou) ασυγκράτητων (asygkrátiton) ασυγκράτητων (asygkrátiton) ασυγκράτητων (asygkrátiton)
accusative ασυγκράτητο (asygkrátito) ασυγκράτητη (asygkrátiti) ασυγκράτητο (asygkrátito) ασυγκράτητους (asygkrátitous) ασυγκράτητες (asygkrátites) ασυγκράτητα (asygkrátita)
vocative ασυγκράτητε (asygkrátite) ασυγκράτητη (asygkrátiti) ασυγκράτητο (asygkrátito) ασυγκράτητοι (asygkrátitoi) ασυγκράτητες (asygkrátites) ασυγκράτητα (asygkrátita)

Further reading