ασυμφώνητος • (asymfónitos) m (feminine ασυμφώνητη, neuter ασυμφώνητος)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασυμφώνητος (asymfónitos) | ασυμφώνητη (asymfóniti) | ασυμφώνητο (asymfónito) | ασυμφώνητοι (asymfónitoi) | ασυμφώνητες (asymfónites) | ασυμφώνητα (asymfónita) | |
genitive | ασυμφώνητου (asymfónitou) | ασυμφώνητης (asymfónitis) | ασυμφώνητου (asymfónitou) | ασυμφώνητων (asymfóniton) | ασυμφώνητων (asymfóniton) | ασυμφώνητων (asymfóniton) | |
accusative | ασυμφώνητο (asymfónito) | ασυμφώνητη (asymfóniti) | ασυμφώνητο (asymfónito) | ασυμφώνητους (asymfónitous) | ασυμφώνητες (asymfónites) | ασυμφώνητα (asymfónita) | |
vocative | ασυμφώνητε (asymfónite) | ασυμφώνητη (asymfóniti) | ασυμφώνητο (asymfónito) | ασυμφώνητοι (asymfónitoi) | ασυμφώνητες (asymfónites) | ασυμφώνητα (asymfónita) |