ασυνήθιστος • (asyníthistos) m (feminine ασυνήθιστη, neuter ασυνήθιστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυνήθιστος • | ασυνήθιστη • | ασυνήθιστο • | ασυνήθιστοι • | ασυνήθιστες • | ασυνήθιστα • |
genitive | ασυνήθιστου • | ασυνήθιστης • | ασυνήθιστου • | ασυνήθιστων • | ασυνήθιστων • | ασυνήθιστων • |
accusative | ασυνήθιστο • | ασυνήθιστη • | ασυνήθιστο • | ασυνήθιστους • | ασυνήθιστες • | ασυνήθιστα • |
vocative | ασυνήθιστε • | ασυνήθιστη • | ασυνήθιστο • | ασυνήθιστοι • | ασυνήθιστες • | ασυνήθιστα • |