ασυναγώνιστος • (asynagónistos) m (feminine ασυναγώνιστη, neuter ασυναγώνιστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυναγώνιστος • | ασυναγώνιστη • | ασυναγώνιστο • | ασυναγώνιστοι • | ασυναγώνιστες • | ασυναγώνιστα • |
genitive | ασυναγώνιστου • | ασυναγώνιστης • | ασυναγώνιστου • | ασυναγώνιστων • | ασυναγώνιστων • | ασυναγώνιστων • |
accusative | ασυναγώνιστο • | ασυναγώνιστη • | ασυναγώνιστο • | ασυναγώνιστους • | ασυναγώνιστες • | ασυναγώνιστα • |
vocative | ασυναγώνιστε • | ασυναγώνιστη • | ασυναγώνιστο • | ασυναγώνιστοι • | ασυναγώνιστες • | ασυναγώνιστα • |