ασυνείδητος • (asyneíditos) m (feminine ασυνείδητη, neuter ασυνείδητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασυνείδητος (asyneíditos) | ασυνείδητη (asyneíditi) | ασυνείδητο (asyneídito) | ασυνείδητοι (asyneíditoi) | ασυνείδητες (asyneídites) | ασυνείδητα (asyneídita) | |
genitive | ασυνείδητου (asyneíditou) | ασυνείδητης (asyneíditis) | ασυνείδητου (asyneíditou) | ασυνείδητων (asyneíditon) | ασυνείδητων (asyneíditon) | ασυνείδητων (asyneíditon) | |
accusative | ασυνείδητο (asyneídito) | ασυνείδητη (asyneíditi) | ασυνείδητο (asyneídito) | ασυνείδητους (asyneíditous) | ασυνείδητες (asyneídites) | ασυνείδητα (asyneídita) | |
vocative | ασυνείδητε (asyneídite) | ασυνείδητη (asyneíditi) | ασυνείδητο (asyneídito) | ασυνείδητοι (asyneíditoi) | ασυνείδητες (asyneídites) | ασυνείδητα (asyneídita) |