Perfect participle of ασφαλίζομαι (asfalízomai), passive voice of ασφαλίζω (asfalízo). Also substantivised.
ασφαλισμένος • (asfalisménos) m (feminine ασφαλισμένη, neuter ασφαλισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασφαλισμένος • | ασφαλισμένη • | ασφαλισμένο • | ασφαλισμένοι • | ασφαλισμένες • | ασφαλισμένα • |
genitive | ασφαλισμένου • | ασφαλισμένης • | ασφαλισμένου • | ασφαλισμένων • | ασφαλισμένων • | ασφαλισμένων • |
accusative | ασφαλισμένο • | ασφαλισμένη • | ασφαλισμένο • | ασφαλισμένους • | ασφαλισμένες • | ασφαλισμένα • |
vocative | ασφαλισμένε • | ασφαλισμένη • | ασφαλισμένο • | ασφαλισμένοι • | ασφαλισμένες • | ασφαλισμένα • |
and see: ασφαλής (asfalís, “secure, safe”, adjective)