ασφαλιστικός • (asfalistikós) m (feminine ασφαλιστική, neuter ασφαλιστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασφαλιστικός • | ασφαλιστική • | ασφαλιστικό • | ασφαλιστικοί • | ασφαλιστικές • | ασφαλιστικά • |
genitive | ασφαλιστικού • | ασφαλιστικής • | ασφαλιστικού • | ασφαλιστικών • | ασφαλιστικών • | ασφαλιστικών • |
accusative | ασφαλιστικό • | ασφαλιστική • | ασφαλιστικό • | ασφαλιστικούς • | ασφαλιστικές • | ασφαλιστικά • |
vocative | ασφαλιστικέ • | ασφαλιστική • | ασφαλιστικό • | ασφαλιστικοί • | ασφαλιστικές • | ασφαλιστικά • |