ασφούγγιστος • (asfoúngistos) m (feminine ασφούγγιστη, neuter ασφούγγιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασφούγγιστος (asfoúngistos) | ασφούγγιστη (asfoúngisti) | ασφούγγιστο (asfoúngisto) | ασφούγγιστοι (asfoúngistoi) | ασφούγγιστες (asfoúngistes) | ασφούγγιστα (asfoúngista) | |
genitive | ασφούγγιστου (asfoúngistou) | ασφούγγιστης (asfoúngistis) | ασφούγγιστου (asfoúngistou) | ασφούγγιστων (asfoúngiston) | ασφούγγιστων (asfoúngiston) | ασφούγγιστων (asfoúngiston) | |
accusative | ασφούγγιστο (asfoúngisto) | ασφούγγιστη (asfoúngisti) | ασφούγγιστο (asfoúngisto) | ασφούγγιστους (asfoúngistous) | ασφούγγιστες (asfoúngistes) | ασφούγγιστα (asfoúngista) | |
vocative | ασφούγγιστε (asfoúngiste) | ασφούγγιστη (asfoúngisti) | ασφούγγιστο (asfoúngisto) | ασφούγγιστοι (asfoúngistoi) | ασφούγγιστες (asfoúngistes) | ασφούγγιστα (asfoúngista) |