ασφράγιστος • (asfrágistos) m (feminine ασφράγιστη, neuter ασφράγιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασφράγιστος (asfrágistos) | ασφράγιστη (asfrágisti) | ασφράγιστο (asfrágisto) | ασφράγιστοι (asfrágistoi) | ασφράγιστες (asfrágistes) | ασφράγιστα (asfrágista) | |
genitive | ασφράγιστου (asfrágistou) | ασφράγιστης (asfrágistis) | ασφράγιστου (asfrágistou) | ασφράγιστων (asfrágiston) | ασφράγιστων (asfrágiston) | ασφράγιστων (asfrágiston) | |
accusative | ασφράγιστο (asfrágisto) | ασφράγιστη (asfrágisti) | ασφράγιστο (asfrágisto) | ασφράγιστους (asfrágistous) | ασφράγιστες (asfrágistes) | ασφράγιστα (asfrágista) | |
vocative | ασφράγιστε (asfrágiste) | ασφράγιστη (asfrágisti) | ασφράγιστο (asfrágisto) | ασφράγιστοι (asfrágistoi) | ασφράγιστες (asfrágistes) | ασφράγιστα (asfrágista) |