ασφυρηλάτητος • (asfyrilátitos) m (feminine ασφυρηλάτητη, neuter ασφυρηλάτητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασφυρηλάτητος • | ασφυρηλάτητη • | ασφυρηλάτητο • | ασφυρηλάτητοι • | ασφυρηλάτητες • | ασφυρηλάτητα • |
genitive | ασφυρηλάτητου • | ασφυρηλάτητης • | ασφυρηλάτητου • | ασφυρηλάτητων • | ασφυρηλάτητων • | ασφυρηλάτητων • |
accusative | ασφυρηλάτητο • | ασφυρηλάτητη • | ασφυρηλάτητο • | ασφυρηλάτητους • | ασφυρηλάτητες • | ασφυρηλάτητα • |
vocative | ασφυρηλάτητε • | ασφυρηλάτητη • | ασφυρηλάτητο • | ασφυρηλάτητοι • | ασφυρηλάτητες • | ασφυρηλάτητα • |