ασύμμετρος • (asýmmetros) m (feminine ασύμμετρη, neuter ασύμμετρο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασύμμετρος • | ασύμμετρη • | ασύμμετρο • | ασύμμετροι • | ασύμμετρες • | ασύμμετρα • |
genitive | ασύμμετρου • | ασύμμετρης • | ασύμμετρου • | ασύμμετρων • | ασύμμετρων • | ασύμμετρων • |
accusative | ασύμμετρο • | ασύμμετρη • | ασύμμετρο • | ασύμμετρους • | ασύμμετρες • | ασύμμετρα • |
vocative | ασύμμετρε • | ασύμμετρη • | ασύμμετρο • | ασύμμετροι • | ασύμμετρες • | ασύμμετρα • |