From α- (a-, alpha privative) + ταξιδεύ(ω) (taxidév(o), “to travel”) + -τος (-tos).
αταξίδευτος • (ataxídeftos) m (feminine αταξίδευτη, neuter αταξίδευτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αταξίδευτος • | αταξίδευτη • | αταξίδευτο • | αταξίδευτοι • | αταξίδευτες • | αταξίδευτα • |
genitive | αταξίδευτου • | αταξίδευτης • | αταξίδευτου • | αταξίδευτων • | αταξίδευτων • | αταξίδευτων • |
accusative | αταξίδευτο • | αταξίδευτη • | αταξίδευτο • | αταξίδευτους • | αταξίδευτες • | αταξίδευτα • |
vocative | αταξίδευτε • | αταξίδευτη • | αταξίδευτο • | αταξίδευτοι • | αταξίδευτες • | αταξίδευτα • |