αταχυδρόμητος • (atachydrómitos) m (feminine αταχυδρόμητη, neuter αταχυδρόμητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αταχυδρόμητος • | αταχυδρόμητη • | αταχυδρόμητο • | αταχυδρόμητοι • | αταχυδρόμητες • | αταχυδρόμητα • |
genitive | αταχυδρόμητου • | αταχυδρόμητης • | αταχυδρόμητου • | αταχυδρόμητων • | αταχυδρόμητων • | αταχυδρόμητων • |
accusative | αταχυδρόμητο • | αταχυδρόμητη • | αταχυδρόμητο • | αταχυδρόμητους • | αταχυδρόμητες • | αταχυδρόμητα • |
vocative | αταχυδρόμητε • | αταχυδρόμητη • | αταχυδρόμητο • | αταχυδρόμητοι • | αταχυδρόμητες • | αταχυδρόμητα • |