From Ancient Greek Ἀτλαντικός (Atlantikós, “Atlas”)
ατλαντικός • (atlantikós) m (feminine ατλαντική, neuter ατλαντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ατλαντικός (atlantikós) | ατλαντική (atlantikí) | ατλαντικό (atlantikó) | ατλαντικοί (atlantikoí) | ατλαντικές (atlantikés) | ατλαντικά (atlantiká) | |
genitive | ατλαντικού (atlantikoú) | ατλαντικής (atlantikís) | ατλαντικού (atlantikoú) | ατλαντικών (atlantikón) | ατλαντικών (atlantikón) | ατλαντικών (atlantikón) | |
accusative | ατλαντικό (atlantikó) | ατλαντική (atlantikí) | ατλαντικό (atlantikó) | ατλαντικούς (atlantikoús) | ατλαντικές (atlantikés) | ατλαντικά (atlantiká) | |
vocative | ατλαντικέ (atlantiké) | ατλαντική (atlantikí) | ατλαντικό (atlantikó) | ατλαντικοί (atlantikoí) | ατλαντικές (atlantikés) | ατλαντικά (atlantiká) |