ατομικιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ατομικιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ατομικιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ατομικιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ατομικιστικός you have here. The definition of the word ατομικιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofατομικιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ατομικιστικός (atomikistikósm (feminine ατομικιστική, neuter ατομικιστικό)

  1. individualistic, self-centred (UK), self-centered (US)
  2. atomistic

Declension

Declension of ατομικιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατομικιστικός (atomikistikós) ατομικιστική (atomikistikí) ατομικιστικό (atomikistikó) ατομικιστικοί (atomikistikoí) ατομικιστικές (atomikistikés) ατομικιστικά (atomikistiká)
genitive ατομικιστικού (atomikistikoú) ατομικιστικής (atomikistikís) ατομικιστικού (atomikistikoú) ατομικιστικών (atomikistikón) ατομικιστικών (atomikistikón) ατομικιστικών (atomikistikón)
accusative ατομικιστικό (atomikistikó) ατομικιστική (atomikistikí) ατομικιστικό (atomikistikó) ατομικιστικούς (atomikistikoús) ατομικιστικές (atomikistikés) ατομικιστικά (atomikistiká)
vocative ατομικιστικέ (atomikistiké) ατομικιστική (atomikistikí) ατομικιστικό (atomikistikó) ατομικιστικοί (atomikistikoí) ατομικιστικές (atomikistikés) ατομικιστικά (atomikistiká)
  • see: άτομο n (átomo, individual, atom)

Further reading