ατρικύμιστος • (atrikýmistos) m (feminine ατρικύμιστη, neuter ατρικύμιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ατρικύμιστος (atrikýmistos) | ατρικύμιστη (atrikýmisti) | ατρικύμιστο (atrikýmisto) | ατρικύμιστοι (atrikýmistoi) | ατρικύμιστες (atrikýmistes) | ατρικύμιστα (atrikýmista) | |
genitive | ατρικύμιστου (atrikýmistou) | ατρικύμιστης (atrikýmistis) | ατρικύμιστου (atrikýmistou) | ατρικύμιστων (atrikýmiston) | ατρικύμιστων (atrikýmiston) | ατρικύμιστων (atrikýmiston) | |
accusative | ατρικύμιστο (atrikýmisto) | ατρικύμιστη (atrikýmisti) | ατρικύμιστο (atrikýmisto) | ατρικύμιστους (atrikýmistous) | ατρικύμιστες (atrikýmistes) | ατρικύμιστα (atrikýmista) | |
vocative | ατρικύμιστε (atrikýmiste) | ατρικύμιστη (atrikýmisti) | ατρικύμιστο (atrikýmisto) | ατρικύμιστοι (atrikýmistoi) | ατρικύμιστες (atrikýmistes) | ατρικύμιστα (atrikýmista) |