αυτοβιογραφικός • (aftoviografikós) m (feminine αυτοβιογραφική, neuter αυτοβιογραφικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτοβιογραφικός (aftoviografikós) | αυτοβιογραφική (aftoviografikí) | αυτοβιογραφικό (aftoviografikó) | αυτοβιογραφικοί (aftoviografikoí) | αυτοβιογραφικές (aftoviografikés) | αυτοβιογραφικά (aftoviografiká) | |
genitive | αυτοβιογραφικού (aftoviografikoú) | αυτοβιογραφικής (aftoviografikís) | αυτοβιογραφικού (aftoviografikoú) | αυτοβιογραφικών (aftoviografikón) | αυτοβιογραφικών (aftoviografikón) | αυτοβιογραφικών (aftoviografikón) | |
accusative | αυτοβιογραφικό (aftoviografikó) | αυτοβιογραφική (aftoviografikí) | αυτοβιογραφικό (aftoviografikó) | αυτοβιογραφικούς (aftoviografikoús) | αυτοβιογραφικές (aftoviografikés) | αυτοβιογραφικά (aftoviografiká) | |
vocative | αυτοβιογραφικέ (aftoviografiké) | αυτοβιογραφική (aftoviografikí) | αυτοβιογραφικό (aftoviografikó) | αυτοβιογραφικοί (aftoviografikoí) | αυτοβιογραφικές (aftoviografikés) | αυτοβιογραφικά (aftoviografiká) |