αυτοδημιούργητος • (aftodimioúrgitos) m (feminine αυτοδημιούργητη, neuter αυτοδημιούργητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτοδημιούργητος • | αυτοδημιούργητη • | αυτοδημιούργητο • | αυτοδημιούργητοι • | αυτοδημιούργητες • | αυτοδημιούργητα • |
genitive | αυτοδημιούργητου • | αυτοδημιούργητης • | αυτοδημιούργητου • | αυτοδημιούργητων • | αυτοδημιούργητων • | αυτοδημιούργητων • |
accusative | αυτοδημιούργητο • | αυτοδημιούργητη • | αυτοδημιούργητο • | αυτοδημιούργητους • | αυτοδημιούργητες • | αυτοδημιούργητα • |
vocative | αυτοδημιούργητε • | αυτοδημιούργητη • | αυτοδημιούργητο • | αυτοδημιούργητοι • | αυτοδημιούργητες • | αυτοδημιούργητα • |