αυτοκινητιστικός • (aftokinitistikós) m (feminine αυτοκινητιστική, neuter αυτοκινητιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτοκινητιστικός (aftokinitistikós) | αυτοκινητιστική (aftokinitistikí) | αυτοκινητιστικό (aftokinitistikó) | αυτοκινητιστικοί (aftokinitistikoí) | αυτοκινητιστικές (aftokinitistikés) | αυτοκινητιστικά (aftokinitistiká) | |
genitive | αυτοκινητιστικού (aftokinitistikoú) | αυτοκινητιστικής (aftokinitistikís) | αυτοκινητιστικού (aftokinitistikoú) | αυτοκινητιστικών (aftokinitistikón) | αυτοκινητιστικών (aftokinitistikón) | αυτοκινητιστικών (aftokinitistikón) | |
accusative | αυτοκινητιστικό (aftokinitistikó) | αυτοκινητιστική (aftokinitistikí) | αυτοκινητιστικό (aftokinitistikó) | αυτοκινητιστικούς (aftokinitistikoús) | αυτοκινητιστικές (aftokinitistikés) | αυτοκινητιστικά (aftokinitistiká) | |
vocative | αυτοκινητιστικέ (aftokinitistiké) | αυτοκινητιστική (aftokinitistikí) | αυτοκινητιστικό (aftokinitistikó) | αυτοκινητιστικοί (aftokinitistikoí) | αυτοκινητιστικές (aftokinitistikés) | αυτοκινητιστικά (aftokinitistiká) |