Learnedly from αυτοκίνητ(ο) (aftokínit(o)) + -ο- (-o-) + βιομηχανία (viomichanía).[1]
αυτοκινητοβιομηχανία • (aftokinitoviomichanía) f (plural αυτοκινητοβιομηχανίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκινητοβιομηχανία (aftokinitoviomichanía) | αυτοκινητοβιομηχανίες (aftokinitoviomichaníes) |
genitive | αυτοκινητοβιομηχανίας (aftokinitoviomichanías) | αυτοκινητοβιομηχανιών (aftokinitoviomichanión) |
accusative | αυτοκινητοβιομηχανία (aftokinitoviomichanía) | αυτοκινητοβιομηχανίες (aftokinitoviomichaníes) |
vocative | αυτοκινητοβιομηχανία (aftokinitoviomichanía) | αυτοκινητοβιομηχανίες (aftokinitoviomichaníes) |