αυτοκινητοδρόμιο • (aftokinitodrómio) n (plural αυτοκινητοδρόμια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκινητοδρόμιο (aftokinitodrómio) | αυτοκινητοδρόμια (aftokinitodrómia) |
genitive | αυτοκινητοδρομίου (aftokinitodromíou) αυτοκινητοδρόμιου (aftokinitodrómiou) |
αυτοκινητοδρομίων (aftokinitodromíon) |
accusative | αυτοκινητοδρόμιο (aftokinitodrómio) | αυτοκινητοδρόμια (aftokinitodrómia) |
vocative | αυτοκινητοδρόμιο (aftokinitodrómio) | αυτοκινητοδρόμια (aftokinitodrómia) |