From αυτοκίνητο (aftokínito, “automobile, car”) + -ο- (-o-) + πομπή (pompí, “procession”).[1]
αυτοκινητοπομπή • (aftokinitopompí) f (plural αυτοκινητοπομπές)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκινητοπομπή (aftokinitopompí) | αυτοκινητοπομπές (aftokinitopompés) |
genitive | αυτοκινητοπομπής (aftokinitopompís) | αυτοκινητοπομπών (aftokinitopompón) |
accusative | αυτοκινητοπομπή (aftokinitopompí) | αυτοκινητοπομπές (aftokinitopompés) |
vocative | αυτοκινητοπομπή (aftokinitopompí) | αυτοκινητοπομπές (aftokinitopompés) |