Calque of English automotive. From Hellenistic Koine αὐτοκινέω / αὐτοκινῶ (“I have control of motion”). Morphologically, αυτο- (“auto-”) + κινούμενος (“present perfect participle of κινώ "I move”).[1]
αυτοκινούμενος • (aftokinoúmenos) m (feminine αυτοκινούμενη, neuter αυτοκινούμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτοκινούμενος (aftokinoúmenos) | αυτοκινούμενη (aftokinoúmeni) | αυτοκινούμενο (aftokinoúmeno) | αυτοκινούμενοι (aftokinoúmenoi) | αυτοκινούμενες (aftokinoúmenes) | αυτοκινούμενα (aftokinoúmena) | |
genitive | αυτοκινούμενου (aftokinoúmenou) | αυτοκινούμενης (aftokinoúmenis) | αυτοκινούμενου (aftokinoúmenou) | αυτοκινούμενων (aftokinoúmenon) | αυτοκινούμενων (aftokinoúmenon) | αυτοκινούμενων (aftokinoúmenon) | |
accusative | αυτοκινούμενο (aftokinoúmeno) | αυτοκινούμενη (aftokinoúmeni) | αυτοκινούμενο (aftokinoúmeno) | αυτοκινούμενους (aftokinoúmenous) | αυτοκινούμενες (aftokinoúmenes) | αυτοκινούμενα (aftokinoúmena) | |
vocative | αυτοκινούμενε (aftokinoúmene) | αυτοκινούμενη (aftokinoúmeni) | αυτοκινούμενο (aftokinoúmeno) | αυτοκινούμενοι (aftokinoúmenoi) | αυτοκινούμενες (aftokinoúmenes) | αυτοκινούμενα (aftokinoúmena) |