Calque of English automotive. From Hellenistic Koine αὐτοκινέω / αὐτοκινῶ (“I have control of motion”). Morphologically, αυτο- (“auto-”) + κινούμενος (“present perfect participle of κινώ "I move”).
αυτοκινούμενος • (aftokinoúmenos) m (feminine αυτοκινούμενη, neuter αυτοκινούμενο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτοκινούμενος • | αυτοκινούμενη • | αυτοκινούμενο • | αυτοκινούμενοι • | αυτοκινούμενες • | αυτοκινούμενα • |
genitive | αυτοκινούμενου • | αυτοκινούμενης • | αυτοκινούμενου • | αυτοκινούμενων • | αυτοκινούμενων • | αυτοκινούμενων • |
accusative | αυτοκινούμενο • | αυτοκινούμενη • | αυτοκινούμενο • | αυτοκινούμενους • | αυτοκινούμενες • | αυτοκινούμενα • |
vocative | αυτοκινούμενε • | αυτοκινούμενη • | αυτοκινούμενο • | αυτοκινούμενοι • | αυτοκινούμενες • | αυτοκινούμενα • |