αυτοϊκανοποίηση • (aftoïkanopoíisi) f (plural αυτοϊκανοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοϊκανοποίηση (aftoïkanopoíisi) | αυτοϊκανοποιήσεις (aftoïkanopoiíseis) |
genitive | αυτοϊκανοποίησης (aftoïkanopoíisis) | αυτοϊκανοποιήσεων (aftoïkanopoiíseon) |
accusative | αυτοϊκανοποίηση (aftoïkanopoíisi) | αυτοϊκανοποιήσεις (aftoïkanopoiíseis) |
vocative | αυτοϊκανοποίηση (aftoïkanopoíisi) | αυτοϊκανοποιήσεις (aftoïkanopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: αυτοϊκανοποιήσεως (aftoïkanopoiíseos)