αυτόγραφος • (aftógrafos) m (feminine αυτόγραφη, neuter αυτόγραφο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτόγραφος • | αυτόγραφη • | αυτόγραφο • | αυτόγραφοι • | αυτόγραφες • | αυτόγραφα • |
genitive | αυτόγραφου • | αυτόγραφης • | αυτόγραφου • | αυτόγραφων • | αυτόγραφων • | αυτόγραφων • |
accusative | αυτόγραφο • | αυτόγραφη • | αυτόγραφο • | αυτόγραφους • | αυτόγραφες • | αυτόγραφα • |
vocative | αυτόγραφε • | αυτόγραφη • | αυτόγραφο • | αυτόγραφοι • | αυτόγραφες • | αυτόγραφα • |