αυτόκλητος • (aftóklitos) m (feminine αυτόκλητη, neuter αυτόκλητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτόκλητος (aftóklitos) | αυτόκλητη (aftókliti) | αυτόκλητο (aftóklito) | αυτόκλητοι (aftóklitoi) | αυτόκλητες (aftóklites) | αυτόκλητα (aftóklita) | |
genitive | αυτόκλητου (aftóklitou) | αυτόκλητης (aftóklitis) | αυτόκλητου (aftóklitou) | αυτόκλητων (aftókliton) | αυτόκλητων (aftókliton) | αυτόκλητων (aftókliton) | |
accusative | αυτόκλητο (aftóklito) | αυτόκλητη (aftókliti) | αυτόκλητο (aftóklito) | αυτόκλητους (aftóklitous) | αυτόκλητες (aftóklites) | αυτόκλητα (aftóklita) | |
vocative | αυτόκλητε (aftóklite) | αυτόκλητη (aftókliti) | αυτόκλητο (aftóklito) | αυτόκλητοι (aftóklitoi) | αυτόκλητες (aftóklites) | αυτόκλητα (aftóklita) |