(hēgéomai, “to lead”). IPA(key): /afiʝiˈtis/ Hyphenation: α‧φη‧γη‧τής αφηγητής • (afigitís) m (plural αφηγητές, feminine αφηγήτρια) narrator, storyteller...
αναξιόπιστη, neuter αναξιόπιστο) untrustworthy, unreliable αναξιόπιστος αφηγητής ― anaxiópistos afigitís ― unreliable narrator Derivations: Comparative:...
narration, account Older or formal genitive singular: αφηγήσεως (afigíseos) αφηγητής m (afigitís, “narrator”) αφηγητικός (afigitikós, “narrative”) αφηγούμαι...
Hyphenation: α‧φη‧γή‧τρια αφηγήτρια • (afigítria) f (plural αφηγήτριες, masculine αφηγητής) narrator, storyteller (one providing narrative) (chiefly in media contexts)...
Erzähler (de) m, Erzählerin (de) f Greek: αφηγητής (el) m (afigitís), αφηγήτρια (el) f (afigítria) Ancient: ἀφηγητής m (aphēgētḗs) Hungarian: elbeszélő (hu)...
unzuverlässiger Erzähler m, unzuverlässige Erzählerin f Greek: αναξιόπιστος αφηγητής m (anaxiópistos afigitís) Indonesian: pengisah lancung Italian: narratore...