αφρώδης • (afródis) m (feminine αφρώδης, neuter αφρώδες)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφρώδης • | αφρώδης • | αφρώδες • | αφρώδεις • | αφρώδεις • | αφρώδη • |
genitive | αφρώδους • / αφρώδη • | αφρώδους • | αφρώδους • | αφρωδών • | αφρωδών • | αφρωδών • |
accusative | αφρώδη • | αφρώδη • | αφρώδες • | αφρώδεις • | αφρώδεις • | αφρώδη • |
vocative | αφρώδη • / αφρώδης • | αφρώδης • | αφρώδες • | αφρώδεις • | αφρώδεις • | αφρώδη • |