αφόρητος • (afóritos) m (feminine αφόρητη, neuter αφόρητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφόρητος • | αφόρητη • | αφόρητο • | αφόρητοι • | αφόρητες • | αφόρητα • |
genitive | αφόρητου • | αφόρητης • | αφόρητου • | αφόρητων • | αφόρητων • | αφόρητων • |
accusative | αφόρητο • | αφόρητη • | αφόρητο • | αφόρητους • | αφόρητες • | αφόρητα • |
vocative | αφόρητε • | αφόρητη • | αφόρητο • | αφόρητοι • | αφόρητες • | αφόρητα • |