βαθμιαίος • (vathmiaíos) m (feminine βαθμιαία, neuter βαθμιαίο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βαθμιαίος • | βαθμιαία • | βαθμιαίο • | βαθμιαίοι • | βαθμιαίες • | βαθμιαία • |
genitive | βαθμιαίου • | βαθμιαίας • | βαθμιαίου • | βαθμιαίων • | βαθμιαίων • | βαθμιαίων • |
accusative | βαθμιαίο • | βαθμιαία • | βαθμιαίο • | βαθμιαίους • | βαθμιαίες • | βαθμιαία • |
vocative | βαθμιαίε • | βαθμιαία • | βαθμιαίο • | βαθμιαίοι • | βαθμιαίες • | βαθμιαία • |