βακτηριολογικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word βακτηριολογικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word βακτηριολογικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say βακτηριολογικός in singular and plural. Everything you need to know about the word βακτηριολογικός you have here. The definition of the word βακτηριολογικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofβακτηριολογικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

βακτηριολογικός (vaktiriologikósm (feminine βακτηριολογική, neuter βακτηριολογικό)

  1. (medicine, biology) bacteriological

Declension

Declension of βακτηριολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βακτηριολογικός (vaktiriologikós) βακτηριολογική (vaktiriologikí) βακτηριολογικό (vaktiriologikó) βακτηριολογικοί (vaktiriologikoí) βακτηριολογικές (vaktiriologikés) βακτηριολογικά (vaktiriologiká)
genitive βακτηριολογικού (vaktiriologikoú) βακτηριολογικής (vaktiriologikís) βακτηριολογικού (vaktiriologikoú) βακτηριολογικών (vaktiriologikón) βακτηριολογικών (vaktiriologikón) βακτηριολογικών (vaktiriologikón)
accusative βακτηριολογικό (vaktiriologikó) βακτηριολογική (vaktiriologikí) βακτηριολογικό (vaktiriologikó) βακτηριολογικούς (vaktiriologikoús) βακτηριολογικές (vaktiriologikés) βακτηριολογικά (vaktiriologiká)
vocative βακτηριολογικέ (vaktiriologiké) βακτηριολογική (vaktiriologikí) βακτηριολογικό (vaktiriologikó) βακτηριολογικοί (vaktiriologikoí) βακτηριολογικές (vaktiriologikés) βακτηριολογικά (vaktiriologiká)